- ολκιμότητα
- Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων υλικών, ιδίως μεταλλικών, που επιτρέπει τη μετατροπή τους σε λεπτότατα σύρματα. Τα περισσότερο όλκιμα υλικά είναι ο λευκόχρυσος, ο χρυσός, ο άργυρος, ο χαλκός, ο κασσίτερος, ο ψευδάργυρος και τα κράματά τους.
Η ο. ενός σώματος αυξάνεται γενικά με τη θερμοκρασία και περιορίζεται από πιθανές ακαθαρσίες (φωσφόρος, θείον) που περιέχονται στο σώμα, οι οποίες μπορούν να εξαχθούν με ιδιαίτερες μεθόδους κατεργασίας.
* * *η [όλκιμος]η ιδιότητα ενός υλικού, συνήθως μετάλλου ή κράματος, να υφίσταται με ευχέρεια πλαστική παραμόρφωση υπό ορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, πίεσης και ταχύτητας κατεργασίας.
Dictionary of Greek. 2013.